~ Μια φορά κι έναν καιρό..
Ξεκολλάς (!) από το Κρητικό, ταξιδεύεις προς τα "πάνω" και ρίχνοντας άγκυρα, πέφτεις μέσα σ'ακριβές αγκαλιές και νιώθεις πως ξαναγύρισες στο πατρικό σου. Ησυχάζεις απ'όσα ανελέητα σε κυνηγούν, περιχαρή για όσα κρίματα σε φορτώνουν, δίκαια κι άδικα. Φτάνεις κάπου ΒΑ, και το δέρμα σου μερώνει από τη δροσιά των πευκοβελόνων κι η ανάσα σου μερακλώνει από την οσμή της λατρεμένης ησυχίας. Περιμένεις πώς & πώς να δεις το Σύντεκνο, που σ'έχει σφραγίσει με την αψάδα της ψυχής του, άμα τη εμφανίσει του, εδώ κ μερικούς μήνες. Ανοίγει η πόρτα στο φιλόξενο κονάκι που 'χουν φτιάξει τα δυο Άξια παιδιά, που αγαπάς έτσι σκέτα, όπως ακριβώς είναι, δίχως ανούσιες πράξεις της αριθμητικής. Οι ώρες κυλάνε σαν το νερό που βρήκε το αυλάκι του, ρωτάς τι ώρα είναι, σου λένε 3 (το πρωί) αλλά εσύ δεν το πιστεύεις: Ρε παιδιά άντε να'ναι 11, βαριά-βαριά 12 (μεσάνυχτα), αν είναι δυνατόν! Σταθερά σου λείπει ένα τρίωρο, απορείς πού πήγε, άλλο πάλι κι αυτό, πρώτη φορά ζεις κάτι τόσο έντονο. Ακουμπάς πάνω σε φλογερά μάτια που εξακοντίζουν αγάπη μέσα σου, καθαρή κι άξια, τέτοια που είχες πειστεί πως, σιγά ρε παιδιά, δεν υπάρχει! Τρως μαγειρευτά μαγεμένα, ψημένα, τηγανισμένα, βρασμένα, φουρνιστά κι από κάρβουνα περασμένα και λιποθυμάς από ευτυχία. Νιώθεις σα γιομάτο βαρελάκι μυθικό κρασί, απ'αυτό που μόνο με δυνατές ψυχές μπορείς να το γεμίσεις. Βιώνεις επιτέλους το πρωτοφανές για σένα γέμισμα της μπαταρίας σου, ποτέ μέχρι τότε δεν είχες συνδεθεί με τέτοια πηγή (και πού να βρεθεί τροφοδοτικό να γεμίσει εσένα ρε παιδί μου) και παίρνεις και μπόνους 3-4 power bank να΄χεις ρεζέρβα, σε περιμένουν ζόρικοι μήνες, κακό του κεφαλιού τους όμως! Φτιάχνεις μια σούπερ τριάδα με άλλα δυο κορίτσια, απ'αυτά με τις δροσερές ψυχές που τόσον καιρό σε δέχονται και σε ξαστερώνουν απ'όλα τα συννεφιασμένα που τους στριμώχνεις στις καθημερινότητές τους. Περιμένεις με αγωνία το 4ο συντρόφι, που μέσα σε λίγες μέρες, έχει διαταχτεί να περάσει από 40 κύματα αλλά στην τελική σμίγετε και σ'αγκαλιάζει μ'όλη τη φωτεινή του δύναμη. Οι λέξεις, τα λόγια, τα σχέδια και τα ορεγόμενα που γεννήθηκαν μαζί με όσα επείγονται να βγουν στο δικό τους φωτοσκόταδο, σπρώχνονται στην αφετηρία, πώς και πού να προλάβεις να πατήσεις τη σκανδάλη, σιγά μη σε περιμένουν να κανονίσεις εσύ. Κάνεις σφικτές αγκαλιές και πιπερίζουν τα μάτια σου, οι άντρες σας κοιτάζουν δίχως διερμηνέα, πού να τον βρουν, ένας τους δακρύζει μόλις το κορίτσι του χάνεται σε Αγαπημένο αγκάλιασμα, τι άλλο θέλεις μωρέ ε; Να τώρα, που έπαθες jet lag, γύρισες πίσω αλλά σώμα, νους και ψυχή πώς να γυρίσουν, εκεί κάθονται στην αυλή των θαυμάτων..του Λάμπη και της Στέλλας, μαζί με τη Βούλα και το Σέφη, τη Μόσχα και την υπέροχη ανιψιά Ευαγγελία..
~ Τι, αυτό ήταν; Τέλειωσε κιόλας; Τουλάχιστον σφύριξε τη λήξη παιδάκι μου..
~ Α ναι, σωστά....και ζουν αυτοί καλά κι εμείς καλά και τα καλύτερα μας έρχονται..!
Χρωστάω
το υστερόγραφο στην γενναία γιαγιά Αλεξάνδρα, που τα μάτια της ήταν τα
πρώτα που κυρίευσαν τα δικά μου και η μιλιά της, η πρώτη που μύρωσε τη
δική μου. Όταν έσκυψα να της φιλήσω το χέρι, σήκωσε τα γαλανά της, με
εξαίσια ευθύτητα πάνω στα δικά μου και
δια μιας με τύλιξε σα σμυρναίικο ντολμαδάκι, με όσα μυρωδικά είχε
αναθρεμμένα στην άξια παλεμένη ψυχή της: "Κούκλα μου, είσαι τόσο όμορφη,
τόσο καλή, είσαι υπέροχη κοριτσάκι μου, τι γλυκειά που είσαι, όλα τα
καλά να έχεις, πεντάμορφη, κούκλα, κούκλα..". Τι να θυμηθώ από το
χείμαρρο των νοστιμάδων που είχε μέσα της, για μένα, μια άγνωστη, που
μ'έβλεπε πρώτη φορά. Άξια λόγια μιας βασίλισσας του παραμυθιού γιατί
έτσι ακριβώς την έχουν στο σπίτι τους τα συντεκνάκια..Στέλλα Τούντα & Labis Kalogerakis, άξιοι οι κόποι σας γιατί άξια αγάπη αναθρέφετε πολλά χρόνια Μαζί..!