Πέμπτη 2 Νοεμβρίου 2017

Τίποτα δεν πετάει..

 

Στα παλιά χρόνια ζούσε μια γυναίκα που όλο μάζευε...συνέλεγε τα πάντα, ό,τι κι αν βρισκόταν στο δρόμο της, όσα κι αν παρεπιδημούσαν κατά τύχη ή τα κλήτευε η ίδια, όσα κι αν δεν επιθυμούσαν να μαζευτούν αλλά γούσταραν ρε παιδί μου να γυρίζουν χαμίνια στις γειτονιές ακόμα κι όσα την είχαν βαρεθεί και δεν σήκωναν άλλη χρήση ούτε και πολλά-πολλά κι ήθελαν να απεγκλωβιστούν από τα χέρια της και να μην ξαναδούν την εικόνα της μπροστά τους ούτε σχεδιασμένη με αχνό μολύβι, τόσο πολύ!
Όλα τ'ανεμοσκορπίσματα, τα συννεφοφουσκώματα και τα ηλιομαζώματα τα μετουσίωνε εν ριπή της ψυχής της σε αγιώτικα σημάδια και τα περιέθαλπε στα μιντέρια, τους σοφράδες, τους μπουφέδες και τα μπαούλα της. Είχε το φόβο του χαμού, της ορφάνιας, των φτερουγισμένων φωνών που την είχαν χαράξει και έτρεμε μην και χρειαστεί να ξαναπεράσει το άδειασμα, το χάσιμο, τις κηδείες των απολωλότων σπαραγμών της βιοτής της, φυλλοροούσαν τα καρδιακά της μην τυχόν και χρειαστεί κάτι κι ανακαλύψει πως είχε πεταχτεί κάπου πέρα, ψηλά ή μακριά της, σε άγονο χώρο κι άστικτο χρόνο και καμιά δύναμη δε θα υπήρχε να της τα ξαναφέρει πίσω. Λυπόταν ως μέσα στα βάθη των σφυγμών της όσα ανέστια γύριζαν εδώ κι εκεί κι έψαχναν αποκούμπι, όσα είχε πράξει δίχως να τα ορίσει, όσα την είχαν καλουπώσει δίχως να τους χρωστάει, όσα την είχαν βασανίσει κι εξετάσει με ιερούς κανόνες, όσα δεν τόλμησε να ακουμπίσει αν κι ήξερε πως για αυτή γεννήθηκαν, όσα καταλιούνταν και χνωτίζονταν από οινοπνεύματα σκοτεινά και ανάσες στα ξέπνοά τους λιώματα. Όλα τα μάζευε και παραμάζευε σαν καλό μυρμήγκι δίχως να ξεμυαλίζεται από όσες φωνές την τραβομανικούσαν, από όσα όνειρα την γυρόφερναν, από όσα θελήματα την ανεγογύρευαν ακατάπαυστα και της μηνούσαν να σταματήσει επιτέλους, σώνει, έφτασε ο χρόνος και ζητά να πληρωθεί, τι μαζεύεις πια, άφησε και κάτι να πεταχτεί, απόλυσέ τα να φύγουν ψηλά στον αέρα και να καούν στη φωτιά, άδεισε το χώρο γιατί σε περιμένει δρόμος μεγάλος και πώς θα τον περάσεις με τόσα φορτώματα, δε μου λες; Άσε να φύγει και κάτι μακριά σου, όσα χρειαστείς θα σταυροδρομήσουν μαζί σου, πέταξε τα χαλινάρια, τριμμένα είναι σπάνε, δεν ακούς το αποχωρισμό τους; 
Σαν καλή υφάντρα τα γυρνούσε όλα στο αδράχτι της και τα κεντούσε στον αργαλειό της κι αναρωτιόταν πού βρίσκει τόση δύναμη κι αντοχή και πώς άραγε τα καταφέρνει και μόνο βραβείο δεν είχε πάρει ακόμη αλλά το'χε σιγουράκι κι αυτό, κάποιος θα βρισκόταν να της το καταθέσει, αλίμονο.
Ξημέρωσε μέρες και νύχτωσαν βραδιές κι άλλες στο κατόπι τους ήρθαν κι έφυγαν όπως είχαν διαταχτεί και η γυναίκα έψελνε το ίδιο κι απαράλλαχτο τροπάρι με προσήλωση μην τυχόν και χαθεί καμιά νότα και στραβώσει ο γιαλός και στραβά θα αρμενίζει η καϋμένη και ποιος θα βρεθεί να της πάρει το κεφάλι, αλλά άσε, δήμιοι πολλοί, όρεξη να'χει κανείς να φάει το κεφάλι του..Κάποιες φορές έβλεπε πώς κουβαλούσαν άλλοι δίπλα της ή και μακρύτερά της το φορτίο τους, πώς το άφηναν κάτω, πώς πετούσαν τα πολυκαιρισμένα και πολυφορεμένα και της ερχόταν να πετάξει μωρέ κι αυτή και κάτι έκαμε και κάπως ελάφρυνε την κατάσταση αλλά ήταν πολύ ξερό κι αγύριστο κεφάλι και ποιος θα βρισκόταν μωρέ να τηνε απογυρίσει και να τηνε σηκώσει στα ψηλά να σταθεί μόνη της δίχως να κρατάει τίποτα πια παρά μόνο την καρδιά και την ψυχή της, μα τίποτ'άλλο δεν αναγκευόταν στ'αλήθεια..
Γιατί το'βλεπε κι αυτή πως πολλά ήθελαν πέταμα, φώναζαν και μόνα τους να τους δώσει αποβολή να φύγουν αλλά δεν έφταναν οι φωνές τους, άλλο χρειαζούμενο υπήρχε και ξα του, θα έκανε τα κουμάντα του την πρεπούμενη ώρα.
Σήμανε ο καιρός λοιπόν και ο χρόνος και δέχτηκε κάλεσμα καλό κι απλό να πάει να δει άλλο τόπο κι άλλη ψυχή κι άλλη ζήση να κάμει ανέ θέλει κι ορέγεται..και κοίτα να δεις όμως πως σε μια στιγμή που ορίζεται στου καθενός την ώρα, απ'όταν θα μπει αγέρας της γης μέσα του μέχρι που να ξαναβγεί τραβώντας την ουσία του, κοίτα να δεις πως σε μια στιγμή όλα τα ξεφορτώνει το γαϊδουράκι κι όλα τα αφήνει κάτω και βάζει μπρος να κάμει άλλα πρωτοφανίστικα και πυρωμένα με τα όνειρά του, απ'όσο θυμάται τις αναπνοές του και πηγαίνει και σμίγει με όσα είναι γι'αυτό σχεδιασμένα και πετάει τόσο ψηλά όσο είναι γι'αυτό μόνο κλεισμένο, καμιά άλλη συχνότητα δε μπερδεύει τη δική του και μόνο χαίρεται και παίζει κι αυτό και ευδαιμονίζεται και απαντά πως ναι μωρέ πετάει κι ο γάιδαρος αρκεί να το πιστέψει, αρκεί να το θελήσει και δεν πάει να χάνουνε τα παιδιά κάτω στη γη στο "πετάει, πετάει..". 
Μόνο εκεί να χάνουνε δεν πειράζει και στη ζωή τους να κερδίζουνε μωρέ τον κόσμο όλο κάθε φορά που θα το ζητήσουνε..